- υπερύψηλος
- -η, -οο υπερβολικά ψηλός, πανύψηλος: Υπερύψηλοι ουρανοξύστες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερύψηλος — η, ο / ὑπερύψηλος, ον, ΝΜΑ [ὑψηλός] πανύψηλος μσν. αυτός που πετά ψηλά … Dictionary of Greek
ὑπερύψηλον — ὑπερύψηλος exceeding high masc/fem acc sg ὑπερύψηλος exceeding high neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερυψήλου — ὑπερύψηλος exceeding high masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερυψήλους — ὑπερύψηλος exceeding high masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερυψήλων — ὑπερύψηλος exceeding high masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερυψήλῳ — ὑπερύψηλος exceeding high masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερύψηλα — ὑπερύψηλος exceeding high neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερύψηλοι — ὑπερύψηλος exceeding high masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)